αναμάρτητος

αναμάρτητος
-η, -ο (Α ἀναμάρτητος, -ον) [ἁμαρτάνω]
1. αυτός που δεν έχει αμαρτήσει, άμεμπτος, ανεπίληπτος, αγνός
2. αυτός που δεν κάνει ποτέ λάθη, αλάθητος, αλάνθαστος
3. το ουδ. ως ουσ. το αναμάρτητο(ν)
η αναμαρτησία*
μσν.
αυτός που έχει λυτρωθεί από την αμαρτία με τη μετάνοια
αρχ.
1. (για πράγματα) αυτός που δεν έγινε από λάθος, που έγινε αναπόφευκτα
2. (το ουδ. στον υπερθ. ως ουσ.) τὸ ἀναμαρτητότατον η αναμαρτησία*
3. φρ. «ἀναμάρτητος πρός τινα», αυτός που δεν έχει κάνει κακό σε κανέναν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀναμάρτητος — making no mistake masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναμάρτητος — η, ο αυτός που δεν πέφτει σε αμάρτημα, ο αλάθευτος: Αναμάρτητος είναι μόνο ο Θεός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναμαρτητότερον — ἀναμάρτητος making no mistake adverbial comp ἀναμάρτητος making no mistake masc acc comp sg ἀναμάρτητος making no mistake neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμαρτητότατον — ἀναμάρτητος making no mistake masc acc superl sg ἀναμάρτητος making no mistake neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμαρτήτως — ἀναμάρτητος making no mistake adverbial ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμάρτητον — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem acc sg ἀναμάρτητος making no mistake neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμαρτήτοις — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμαρτήτου — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμαρτήτους — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμαρτήτων — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”